- σφαλιαρίζω
- tokat atmak, şamar vurmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σφαλιαρίζω — Ν [σφαλιάρα] χαστουκίζω … Dictionary of Greek
σφαλιαρίζω — σφαλιάρισα, χαστουκίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαλιάρισμα — το, Ν [σφαλιαρίζω] χαοτούκισμα, ράπισμα … Dictionary of Greek
χαστουκίζω — χαστούκισα, χαστουκίστηκα, χαστουκισμένος, και χαστουκώνω χαστούκωσα, χαστουκώθηκα, χαστουκωμένος, δίνω χαστούκια, σφαλιαρίζω, ραπίζω: Τον χαστούκισε μπροστά σ όλο τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)